- νωτοφορον
- νωτοφόροννωτο-φόροντό вьючное животное Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νωτοφόρον — νωτοφόρος masc/fem acc sg νωτοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτοφόρος — νωτοφόρος, ον (ΑΜ) αυτός που σηκώνει βάρος στη ράχη του («νωτοφόρος ημίονος», Δίων Κάσσ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ νωτοφόρος ο αχθοφόρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωτοφόρον ζώο που χρησιμεύει για μεταφορά φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + φόρος*] … Dictionary of Greek